- Κορινθιάζομαι
- Κορινθιάζομαιpractise fornicationpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορινθιάζομαι — (Α) [κορίνθιος] 1. ασκώ το επάγγελμα τής πόρνης, όπως οι εταίρες τής αρχαίας Κορίνθου 2. είμαι μαστροπός 3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες … Dictionary of Greek
Κορινθιάζεσθαι — Κορινθιάζομαι practise fornication pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homosexualité dans les sources chrétiennes latines — Sodoma (Giovanni Antonio Bazzi), Saint Sébastien, 1525, Florence, palazzo Pitti[1]. Les multiples positions des Églises chrétiennes actuelles sur la question homosexuelle[2] … Wikipédia en Français
κορινθιαστής — κορινθιαστής, ὁ (Α) [κορινθιάζομαι] 1. αυτός που κυνηγά εταίρες, πορνοβοσκός, μαστροπός 2. ως κύριο όν. Κορινθιαστής τίτλοι κωμωδιών («Φιλέταιρος Κορινθιαστῇ») … Dictionary of Greek